θαιρός

θαιρός
θαιρός
Grammatical information: m.
Meaning: `pivot of a door' (Μ 459, Q. S., Agath.), also `axle of a chariot' (S. Fr. 596)
Compounds: θαιροδύται οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Derivatives: θαιραῖος (Poll.);
Origin: IE [Indo-European] [278] *dʰuer- `door'
Etymology: Technical term. Acc. to Brugmann (IF 17, 356ff.) from *θϜαρ-ιό-ς, IE *dhu̯r̥-i̯ó-, as `Türgänger', from θύρα (s. v.) and ἰέναι `go' (?). Rather the suffix -i̯o-. Norw. dial. darre `Türangel, small standard in the corner of a sledge' (Falk-Torp Wb. 1, 178); at best remotely related.
Page in Frisk: 1,647

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαιρός — pivot of a door masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαιρός — ό (Α θαιρός) νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος 2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός τού… …   Dictionary of Greek

  • θαιροί — θαιρός pivot of a door masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαιρούς — θαιρός pivot of a door masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαιρῶν — θαιρός pivot of a door masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαιρόν — θαιρός pivot of a door masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дверь — ж., двери мн., укр. дверi мн., ст. слав. двьри мн., двьрь (Мейе, Et. 207, 261), словен. duri мн., ж., стар. davri, чеш. dveři, dveře, польск. drzwi, в. луж. durje мн., н. луж. zurja. Другая ступень чередования: двор. Родственно лит. dùrys, род …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • dhu̯ē̆r-, dhu̯ō̆r-, dhur-, dhu̯r̥- —     dhu̯ē̆r , dhu̯ō̆r , dhur , dhu̯r̥     English meaning: door     Deutsche Übersetzung: “Tũr”     Note: besides this conservative stem, the Proto form of plural and dual of such a measure (see below), woud probably fit to a certain degree… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”